- κασωρεύω
- κᾰσωρ-εύω,A fornicate, Lyc.772.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κασωρεύω — (Α) πορνεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. εύω (πρβλ. βραβ εύω, πρεσβ εύω)] … Dictionary of Greek
ἐκασώρευον — κασωρεύω fornicate imperf ind act 3rd pl κασωρεύω fornicate imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασωρεύουσα — κασωρεύω fornicate pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)